- γεωλογικός χάρτης
- Χάρτης που εικονίζει τη γεωλογική κατασκευή μερικών τμημάτων του στερεού φλοιού της Γης σε οριζόντια προβολή τους πάνω στον τοπογραφικό χάρτη που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο. Οι χάρτες αυτοί συντάσσονται ύστερα από λεπτομερείς γεωλογικές έρευνες και παρατηρήσεις. Μας δίνουν πληροφορίες για την κατασκευή και την ανάπτυξη του φλοιού της Γης και τους νόμους που διέπουν την κατανομή των ορυκτών. Βοηθούν επίσης στην επίλυση διαφόρων τεχνικών προβλημάτων, την ύδρευση μιας περιοχής, τον εφοδιασμό με νερό από πηγές, τις μεταλλευτικές έρευνες, την κατασκευή σηράγγων κλπ. Υπάρχουν διάφοροι τύποι γ.χ., όπως κύριοι γ.χ., τεκτονικοί χάρτες, λιθολογικοί χάρτες, παλαιογεωγραφικοί χάρτες, γεωχημικοί χάρτες κ.ά., ανάλογα με τον σκοπό που έχουν συνταχθεί. Οι κύριοι γ.χ., που έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, απεικονίζουν την ηλικία, τη σύνθεση και την προέλευση των πετρωμάτων και εμφανίζονται σε αυτούς χρώματα και σκιάσεις, γράμματα, αριθμοί και άλλα σύμβολα. Το χρώμα χρησιμεύει ως δείκτης της ηλικίας των ιζηματογενών, πυριγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ η σκίαση για να δείξει τη σύνθεση των πετρωμάτων. Σε υπόμνημα δίνονται επίσης οι λιθολογικές και παλαιοντολογικές σχέσεις. Οι γ.χ. ανάλογα με την κλίμακά τους χωρίζονται σε 4 ομάδες: μικρής κλίμακας (1:500.000 ή και μικρότερη), μεσαίας κλίμακας (1:200.000 ή 1:100.000), μεγάλης κλίμακας (1:50.000 ή 1:25.000) και λεπτομερείς (1:10.000 ή και μεγαλύτεροι).
Την κατασκευή και εκτύπωση των γ.χ. στην Ελλάδα έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, που άρχισε συστηματική χαρτογράφηση της Ελλάδας το 1950 (κλίμακα 1:50.000).
Τμήμα του φύλλου Πάργα, από τον γεωλογικό χάρτη της Ελλάδας, που εξέδωσε το Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους (1969).
Dictionary of Greek. 2013.